Tuesday, August 16, 2011

Γένεσις: Αδάμ, Εύα και πέντε κιλά φιρίκια


Γεν. 1,1    Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 
 
 
Έτσι μας τα λέει η παράδοση. Η Ιουδαϊκή βέβαια, γιατί τον καιρό εκείνο οι Εβραίοι, παρόλο που γυρνοβολούσαν σα νομάδες τις ερήμους και στεριωμό δεν είχαν,  πιάνανε κολλητιλίκια με Θεούς και ήντουσαν πολύ καθωσπρέπει και πνευματικοί. Ενώ οι υπόλοιποι λαοί π.χ. οι Αιγύφτιοι, που ασχολούνταν με μαθηματικά και φυσικές και φτιάχνανε πυραμίδες, ήταν αμαρτωλοί και ντουβάρια όρθια.
 
Τουτέστιν η Γένεσις γράφτηκε απ' τον Μωυσή, λένε. Είχε ήδη πάρει το κολάι να γράφει σε πέτρες (δέκα εντολές) κι είχε μαζέψει μες στο καύκαλο* του όλη τη σοφία του κόσμου γιατί του τά' λεγε ο Γιαραμπής πρώτο χέρι. Ήταν και κεκέτζος*, δεν τολμούσε να τα πει, γιατί θα γινότανε πελτές απ' τη ντομάτα που θά' τρωγε. Σκέφτηκε λοιπόν "ας γράψω στα κοτρώνια πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος κι ο κοσμάκης,  γιατί αυτοί οι σκερβελέδες* θα νομίζουν ότι φύτρωσαν σαν τις αρμπαρόριζες".

'Έφτασε που λες μέχρι τις μέρες μας, σε χαρτί ιλουστρασιόν βέβαια γιατί οι πέτρες του Μωυσή σε κάποια φάση γίνανε φράχτης για γίδια. Ένας Δαρβίνος πετάχτηκε το 19ο αιώνα κι είπε ότι καταγόμαστε απ' τα πιθήκια. Αλλά αν ρωτήσεις τη γιαγιά που πάει στις έξι το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία, θα σου πει  ότι τον Αδάμ που ήταν γυμνός, μπατίρης και πειναλέος τονε ξέρει, αλλά το Δαρβίνο που είχε σπουδάσει ιατρική, θεολογία και γεωλογία δεν τον έχει ακούσει ο αυτίς της. 
 
Αλλά φαίνεται ότι μαζί με τα βλήτα που φύτευε ο Μωυσής να τρώει το σόι του, έβαζε κι απαγορευμένα που τα κατανάλωνε μόνος του. Τον έπιασε λοιπόν ο οίστρος και τά' γραψε πολύ ποιητικά και στολισμένα. Οι επόμενες γενιές την ανθίστηκαν τη δουλειά, σκέφτηκαν "ρε το μπαγάσα, ούτε σουρεαλιστής δεν τα γράφει έτσι" και βάλθηκαν να εξηγήσουν τα γραφόμενα κατά το δοκούν. Κι επειδή οι θεωρίες ότι είμαι κουνιάδος του μπαμπουίνου με χαλάνε όσο να' ναι, προτιμώ το παραμύθι αλλά ολίγον πειραγμένο και περισσότερο ανθρώπινο. Συγνώμη προκαταβολικά απ' τους τυπολάτρεις, και πάμε...
 
Τά' φτιαξε όλα μέγκλα ο μεγάλος που λες, ουρανούς, αστέρια, τη γης με τις στεριές και τα νερά της, ζωντανά βαδίζοντα, πετούμενα και πλεούμενα, φυτά παντός είδους και χρώματος. Έφτιαξε και για την πάρτυ του ένα ωραίο αγροτεμάχιο ονόματι Εδέμ, ανάμεσα σε τέσσερα ποτάμια, με πολλά δέντρα και γκαζόν, να ξαπλώνει στους ίσκιους και να την περνάει κοτσάνι. Την άραξε που λες κάτω από μια μουριά και πολύ χαιρόταν για το έργο του. Κι όπως διάβαζε τη φημερίδα του κι άρχισε να γλαρώνει, του πέρασε μια σκέψη απ' το μυαλό και τον έπιασε τεταρταίος πυρετός. "Αμάν ρε φίλε και τζάμι είναι το οικοπεδάκι... αλλά ποιος θα το φροντίζει και θα το καθαρίζει;  Θα θεριέψουν τα δέντρα και θα θέλουν κλάδεμα, μη βγάλουμε και κάνα μάτι. Και κούρεμα τα γκαζά γιατί θα γίνουν σαν αραποσίτια". Το να τα φροντίζει μόνος δεν έπαιζε, καθότι, εμ αυτός τά' φτιασε όλα τούτα, εμ να τα κοιτάει κιόλας; Ποσώς και σας γελάσανε.

Του' ρθε μια ιδέα στην αρχή κι έβαλε κάτι κατσίκες να μασάνε το γκαζόν, να το κουρεύουνε. Αλλά αυτές οι λιμάρες το ξεπάτωσαν και γεμίσανε και τον τόπο βέρβελα*. Τις έδιωξε λοιπόν τις σιχαμένες να πάνε να χέζουν αλλού. Μετά φώναξε έναν ελέφαντα να του κλαδεύει τα δέντρα, αλλά όντας υπερβολικά ευρύχωρο το ζωντανό δεν άφησε όρθιο μήτε αρμυρίκι. Τον έδιωξε κι αυτόν κι έκατσε κάτου απ' τη μουριά βαστώντας την κεφάλα του, πράμα που έδειχνε ότι έπεσε σε βαθύ συλλογισμό.
 
Ξάφνου του κατέβηκε μια ιδέα που μάλλον σήμερα θα' χει σκυλομετανιώσει που την έκανε πράξη. Να φτιάξει ένα ζώο που να κάνει για κηπουρός. Να καταλαβαίνει τι του λέει και να μιλάει κι αυτό αν έχει απορίες. Να μοιάζει δηλαδή στον ίδιονα, αλλά σε πιο παρακατιανό καλούπι (εννοείται).
Λέει λοιπόν η Γέννηση "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν"... Τρίχες ποικιλόχρωμες. Γιατί ο Θεός κηπουρό ήθελε κι όχι αστροφυσικό. 
Και το ζώο-άνθρωπος του βρήκε λίγο στην καλίμπρα όπως το σουλούπωνε και πήρε σασί. Χαλβάς ξεγυρισμένος αδερφέ μου, γιατί ναι μεν τον φύσηξε και τού' δωσε λέει ψυχή, αλλά δε σκέφτηκε να του ανοίξει τη μυζηθροκεφάλα του να στάξει μέσα λίγα γραμμάρια νιονιό παραπάνου. Από λάσπη τον έφτιαξε, τί περίμενες; Κι ήταν που ήταν λειψός, του βγήκε και αρχιτεμπέλας και αντιρρησίας. Την ψυχανεμίστηκε τη δουλειά ο ύψιστος ότι θά' βρισκε το μπελά του μ' αυτόν τον χαραμοφάη, αλλά σκέφτηκε "αφεντικό είμαι, παντοδύναμος είμαι, θα τον φέρω στα νερά μου".
Λάθος... Κι όποιος πει ότι ο Θεός δεν κάνει λάθη, ας ρίξει μια ματιά τριγύρω του.
  
 
 - Τώρα πρέπει να σου δώκω όνομα...
 - Τί όνομα;
 - Πώς θα σε φωνάζω ρε νιονιόρκο; "Έεε Ψιτ";
 - Αα... καλά.
 - Θα σε λέω Αδάμ.
 - Αδάμ; Τοιούτον με ακούγεται και δε μ' αρέσει. Γιατί δε με λες Τάκη;
 - Άει ρε καρναβάλι! Το "Τάκης" βγαίνει από το "Παναγιώτης". Κι η Παναγία δεν εφευρέθηκε ακόμα. Τέλος. Αδάμ είναι και κατοχυρώθηκε.
 - ...
 - Πάρε τώρα κλαδευτήρι, σκούπες και φαράσια και αρχίνισε.
 
Έριξε ο Αδάμ νωχελικά μια ματιά τριγύρω, σάμπως και μεγάλος ήταν ο μπαχτσές. Έξυσε κάνα λεπτό το μούσι του και τελικά είπε:
 - Πολλή δουλειά, πολλά μερεμέτια... θα με φάει η νύχτα.
 - Άσε ρε τις κουβέντες και ξεκίνα, μας έχει φάει η σκουλαμέντρα.
 - Καααλά. Και τί θα παίρνω;
 - Τί να παίρνεις ρε; Θα ζεις μέσα στον παράδεισο, θα τρως, θα πίνεις και θα κοιμάσαι. Για πάντα. Αθάνατος δηλαδής.
 - Με ρίχνεις μπάρμπα. Και χαμάλης στην αιωνιότητα δεν είναι κι επάγγελμα κελεπούρι.
 - Αν βγαίνεις παραπονούμενος, δεν πειράζει και σε ξανακάνω λάσπη.
 - Έλα μωρέ, μια κουβέντα είπαμε...
 
Έπιασε λοιπόν ο Αδάμ και κλάδευε τα δέντρα, κούρευε το γκαζόν και καθάριζε γενικώς. Στο χαλαρό βέβαια αλλά η δουλειά έβγαινε. Και μόλις τέλειωνε, άραζε κάτω απ' τις λεύκες δίπλα στο ποτάμι, κράταγε κι ένα καλάμι να κάνει ότι ψαρεύει και ροχάλιζε σαν τρακτέρ. Ο Θεός τά' ξερε αυτά γιατί είναι πανταχού παρών, αλλά αφού ο κήπος ήταν παστρικός έκανε την πάπια και τον άφηνε.
 
Τον έβλεπε όμως που μούχλιαζε και βάραγε μύγες όταν δε δούλευε και σκεφτόταν "κάτι να του βρω να περνάει την ώρα του, γιατί θα χάσει και το λίγο που έχει και στο τέλος θα κοιμάται όρθιος σαν τ' άλογα". Και ήρθε η φαεινή ιδέα να του φτιάξει σύντροφο, όπως είχανε όλα τ' άλλα ζώα.
Πήγε και τον βρήκε που κοιμόταν στο ποτάμι.
 - Δε μου λες ρε κόπρο, θα σαπίζεις όλη μέρα;
 - Γιατί, σε χαλάει; Αφού τη δουλειά μου την τέλειωσα. 
 - Για σένα το λέω ρε. Να σου φτιάξω μια παρέα να φχαριστιέσαι. Και θα' χεις και τη μισή δουλειά γιατί μαζί θα συγυρίζετε.
 - Είσαι μακαντάσης*! Να φτιάξεις τον Ιδίμ, να παίζουμε και κάνα τάβλι.
 - Ρε ουτιδανέ, για θηλυκό μιλάω! 
 - Τί να το κάνω;
 - Να το κοιτάς στα μάτια... Πώωω αδερφέ μου είσαι αναπηρίδης! Να' χεις βρε παρέα, αλλά να' χεις κι αμορόζα*!
 
Έριξε ο Αδάμ νωχελικά μια ματιά τριγύρω... Έξυσε κάνα λεπτό το μούσι του και τελικά είπε:
 - Κααλά. Μπελά μυρίζομαι, αλλά πες ότι είσαι σοφός και τα λες σωστά... Πώς γίνεται;
 - Θα σου πάρω ένα πλευρό και θα τη φτιάξω.
 - Τί έκανε λέει;;; Δεν πας να ξαπλώσεις γιατί σε βάρεσε ο ήλιος;;;
 - Έλα ρε, τί' ν' ένα πλευρό; Κανονικά θά' πρεπε να σου πάρω όλη τη σπάλα.
 
Αλλά ο Αδάμ δεν άκουγε κουβέντα και έφυγε πιλαλώντας, τάχατες να μαζέψει κάτι πευκοβελόνες πού' πεσαν προσφάτως.
Άμα βάλει κάτι στο μυαλό του ο Θεός όμως, θα το κάνει θες δε θες. "Θα σε φτιάξω κερατά" είπε μέσα του κι έστησε καρτέρι δίπλα στο δέντρο.
Κι όταν ο χάχας ο Αδάμ νόμισε το πεδίο καθαρό, πήγε και απλώθηκε στον ίσκιο του. 
Έφαγε μια κατακεφαλιά από 'να βελανιδοκλάδι που κράταγε ο παντοκράτωρ κι ίσιωσε χωρίς να νοιώθει.
Κι έτσι του πήρε ένα πλευρό κι έφτιαξε τη γυναίκα.
Το οποίον ήτο και το δεύτερο λάθος του. Γιατί σα Θεός θά' πρεπε να ξέρει ότι τα πράγματα δε γίνονται με το ζόρι.
Κι αυτό φαίνεται μέχρι τις μέρες μας, που μπορεί άντρες και γυναίκες να ζούνε μαζί για τη διαιώνιση του είδους, αλλά δε χάνουν ευκαιρία να τη λένε ο ένας στον άλλονα και να τσακώνονται σαν τους σκύλους με τις γάτες. Κι όλα αυτά, για ένα πλευρό.
 
 - Από δω η Εύα.
Ο Αδάμ βρέθηκε προ τετελεσμένου. Μέχρι κι όνομα πρόλαβε και της έβγαλε. Και μάλιστα καλό. Ξίνισε τα μούτρα του και τελικά συστήθηκε.
 - Αδάμ...
 - Αδάαααμ, μμμμ, ολίγον κουνιστό...
 - Άκου μανίτσα, εσύ θα με φωνάζεις Τάκη κι άσε τον μεγάλο να χτυπιέται, ντάξ; 

 
Κοίτα όμως φίλε μου πως ένα πλευρό μπορεί να' χει περισσότερο μυαλό απ' ολόκληρον Αδάμ. Γιατί τούτη η γαλιάντρα, δούλευε σε δέκα χιλιάδες στροφές κι ήταν ανακατωσούρα ολκής. Άρχισε να βαφτίζει με περίεργα ονόματα τα πάντα γύρω της. Από άγρια ζώα και φυτά μέχρι τα ποτάμια και τις λίμνες.
 - Αυτό το ζουζούνι θα το λέμε κολεόπτερον.
Ο Αδάμ έπαθε σύγχυση γιατί δε μπορούσε ούτε να τα συλλαβίσει όλα τούτα και πήγε και βρήκε τον αφεντικό που έτρωγε κουρκούτι κάτω απ' τη μουριά.
 - Δε μου λες, άμα σου δώκω άλλο ένα πλευρό, τη χαλάς αυτήνα να μου φτιάξεις τον Ιδίμ που λέγαμε;
Ο Θεός του ευχήθηκε καλή τύχη κι έφυγε, γιατί είχε κι ένα σύμπαν να τακτοποιήσει, γελώντας με την κασκαρίκα που τού' παιξε.
Και ξέμεινε ο Αδάμ με την Εύα, που ήταν κι αυτή αθάνατη κι ελπίδα δεν υπήρχε πια να ησυχάσει ούτε τη δευτέρα παρουσία.
 
Το βραδάκι που γύρισε ο πανάγαθος τους μάζεψε και ξηγήθηκε:
 - Το λοιπόν. Το περιβόλι να' ναι καθρέφτης κι από κει και πέρα κάντε του κεφαλιού σας. Αλλά, τη μηλιά που' ναι στη γωνιά δίπλα στα ρύκια, δεν την ακουμπάτε. Γιατί τα μήλα έχουν κάτι σκουλήκια ίσαμ' έναν πήχη και πολύ φοβούμαι για την υγεία σας μην αποθάνετε . Είπα και κουβέντες δεν έχει. Α, να προσέχετε και τον όφι γιατί είναι ρουφιάνος και κερχανετζής* και πολύ γουστάρει τσαμπουκάδες. Γκέγκε;
 
Καθότι μηλιά είχε μόνο μια σ' όλον τον οπωρώνα και ήταν και φιρίκια. Ποιος να πρωτοφάει; Του αρέσανε κάργα, τους έσκασε το παραμύθι να μην του τ' ακουμπήσουνε.
Όταν είχε μόνο τον Αδάμ δεν είχε πει τίποτις, γιατί ήξερε πως είναι στούρνος και δε θα του πήγαινε ποτέ το μυαλό να φάει μήλα, καθότι τρεφόταν με βρούβες, μολόχες, κουκουναρόσπορους και ψάρια (όποτε έπιανε). Ούτε και για φίδια και τα ρέστα, γιατί μια φορά που έτυχε να πέσει πάνω του το φίδι, κόντεψε το ερπετό να πάει σε ψυχολόγο γιατί έπαθε νευρικό κλονισμό, οπότε τον απέφευγε. 
Τώρα όμως με τούτη τη σουρτούκω δω που' ναι και περίεργη, μπορεί να γίνει κάνα ντράβαλο γιατί κάνει δίαιτες λέει να' ναι λεπτή, οπότε παίζει να τσακίσει τα μήλα.
Ήταν κουρασμένος ο παντοδύναμος απ' όλο αυτό το χαρδαβαλιό* τις τελευταίες μέρες, έκατσε και σε κάποιο ρεύμα, συναχώθηκε και τον έπιασε σούρδισι*, είπε να πάρει δυο ντεπόν και να την ξαπλάρει ολίγον.
 - Το νου σας στον κήπο κνώδαλα κι όπως είπαμε!
Και πήγε στον καμπινέ και μετά για τούφες.
 
Οι μέρες περνάγανε όπως περνάει πάντα ο χρόνος, με τον ίδιο ρυθμό και χωρίς να κουράζεται.
Οι δυο στο περιβόλι τά' χανε βρει κάπως. Άμα στρίτζωνε η Εύα, έτρεχε ο Αδάμ. Άμα μουλάρωνε ο Αδάμ, τον παρατούσε η Εύα κι έκανε παρέα με τα λουλούδια που πολύ της αρέσανε. Τα' χε βαφτίσει μάλιστα όλα και τους μίλαγε ρομαντικά και μελιστάλαχτα.
Τα ζώα "αυξάνονταν και πλήθυναν" αλλά οι δυο αθάνατοι συνεχίζανε και μένανε δυο. Γιατί ο πάνσοφος πήρε τα μέτρα του βλέπεις. Έχει αυτούς τους δυο να κουλαντρίζει εις τους αιώνας των αιώνων, που είναι ισάξιοι με μια διμοιρία καταδρομέων, άμα γεννοβολήσουν κιόλας, θα το κλείσουμε το μαγαζί.
 
Έπεσε ο ήλιος, έπεσε κι ο Αδάμ να χουζουρέψει στη γνωστή σκιά. Η Εύα προσφάτως γεννημένη, μόλις τετρακόσια χρόνια, ήταν όλο ενέργεια λες κι είχε καταπιεί μπαταρίες και κώλο δεν έβαζε κάτω. Στην αρχή προσπάθησε να πιάσει κουβέντα στον αρσενικό. Τον άκουσε όμως να ροχαλίζει λες και βράζει φασόλια κι έφυγε να περιτριγυρίσει.
Εκεί λοιπόν εμφανίστηκε ο κύριος όφις και της μίλησε.
 
"...και είπεν ο όφις τη γυναικί" λέει η Γέννηση.
Κι αντί να μας κάνει εντύπωση που μιλάγανε τα φίδια τότενες (και μακάρι νά' χαμε ένα να το βάλουμε στο τσίρκο και να βγάλουμε δυο πιθάρια λίρες), μας κάνει εντύπωση που ήταν λέει μοχθηρό και διαβολικό. Τελοσπάντων, μάλλον μόνο το συγκεκριμένο φίδι μίλαγε ανθρώπινα, γιατί δε λέει πουθενά γι άλλο ζώο. Αλλέως θα μας έλεγε π.χ. ότι ο κόκκορας το πρωί, αντί νά' κανε κικιρίκου, πήγαινε και τράβαγε μια κλωτσιά στον Αδάμ και τού' λεγε "σήκω πάνω ρε κοπρόσκυλε να πας να ποτίσεις τα κραμπολάχανα".
 
Πλησίασε λοιπόν ο φίδις την Εύα.
 - Καλησπέρα ωραιοτέρα γυνή του παραδείσου (φίδια, λες κι είχε κι άλλη κει μέσα).
 - Ααα, ένα φίδι που μιλάει! Καλησπέρα.
Και την άρχισε ο ερπετός στα "τι μούρλια ματάκια πο' χεις", "τι χειλάκια τέλεια είν' αυτά" και "τι σιλουέτα γαζέλας γλυκιά μου".
Χαχάνιζε η νεαρά, όπως χαχανίζουν άπασες οι νεαρές σε γλυκόλογα, ανεξαρτήτου μέρους και χρόνου.
Και στο τέλος, αφού την ψώνισε ότι είναι ψώνιο, της έριξε την πεπονόφλουδα:
 - Να τρως μήλα. Θα μείνεις για πάντα αδύνατη.
 - Μα... ο κύριος μεθ' ημών, είπε ότι έχουν σκουλήκους και θ' αποθάνουμε πολύ.
 - Ποσώς! Λέει τρίχες και να με συγχωρεί η χάρη σου. Απλά έχει απλώσει μπάκες και τα θέλει να τα τρώει όλα αυτός να' ναι στυλάκι.
 


Πέντε λεπτά της πήρε να μαζέψει τα πέντε κιλά φιρίκια που' χε πάνω το δέντρο. Άρχισε να τα χλαπακιάζει ν' αδυνατίσει ταχέως, πήγε και στον Αδάμ, που όπως πάντα δεν είχε πάρει μυρουδιά τίποτις.
 - Μωρή, δε σου' πε ο μεγάλος να μην τ' ακουμπήσεις;
 - Ψόμματα είπε κι ευτυχώς ο κύριος φίδις μου άνοιξε τα μάτια.
 - Ρε τί σημασία έχει; Αφού είπε να μην τα φάμε.
 - Άσε μας μωρέ και φάε κανένα κι εσύ γιατί έχεις καταντήσει τόφαλος.
Άμα γκρινιάζει η Εύα, όχι ένα μήλο, ολόκληρη τη μηλιά τρως μαζί με τα φύλλα κι ας το' χει απαγορέψει ο πολυέλεος.
 
Ο Θεός τά' ξερε την ώρα που γίνανε, αλλά είχε φάει παστουρμά για βράδυ και του' χε πέσει βαρύς, οπότε δε σηκωνόταν απ' το κρεβάτι ούτε με γερανό.
Μόλις όμως χάραξε ο ήλιος, πήγε και τους βρήκε να κοιμούνται με πρησμένες κοιλίες.
 - Ρε μπεζεβέγκηδες*, δε σας είπα να μη φάτε τα μήλα;
 - Η Εύα τά' φερε. Ε και μια και τά' κοψε, μη χαλάσουν κιόλας...
 - Μας είπατε ψέμματα κύριε και τα μήλα ήτουνα όλα μια χαρά.
 - Ρε κουμάντο στο μποστάνι μου θα κάνετε; Να φύγετε, να πάτε αλλού! Και άμα βρω αυτόν τον φίδι, θα τον κάνω αδιάβροχα παπούτσια! Όξω ρε! Και δε θα' στε πια αθάνατοι!
 -  'Αει στα κομμάτια, γω φταίω πού' κανα τον κολίγο κι φρόντιζα όλο τούτο πράμα τζάμπα. Πάμε μωρή.
 
Και τους έδιωξε λέει ο πανταχού παρών γιατί αμάρτησαν... 
Πράσινα άλογα και κόκκινοι γαϊδάροι... Μόνοι τους φύγανε οι άνθρωποι γιατί κει μέσα προκοπή δεν είχε. Κάνανε τους κηπουρούς χωρίς να τους πληρώνουν υπερωρίες, είχανε φτάσει εννιακοσίων χρονών και περί συντάξεως τουμπεκί απ' τ' αφεντικό,  και το λίγο ελεύθερο χρόνο που είχανε βαριόσαντε και ξεψειρίζανε ο ένας τον άλλον. Γιατί κι η αθανασία κάποια στιγμή καταντάει αηδία. 
Τί να την κάνει ο άλλος που δεν είχε έναν χριστιανό να παίξει ένα τάβλι; 
Κι η άλλη είχε σκάσει που δεν υπήρχε έτερον θηλυκό τριγύρω να κουτσομπολέψουν για το γουρούνι που πήγε κι έχεσε στις γαρδένιες και "δεν έχει τακτ, κι ο Θεός καλή μεν δουλίτσα έκανε, αλλά δεν έχει στυλ, ενώ εμείς θα μαθαίναμε τα ζωντανά να χειρίζονται τον απόπατο".
 
Είχε αρχίσει από καιρό κι η Εύα τα γνωστά "όλο κλεισμένη μ' έχεις δω μέσα, ούτε ένα ταξίδι δε με πας",  "στο νοίκι μένουμε μια ζωή, θέλω να με φτιάξεις στέγη ιδιόκτητην μετά κήπου να κρεμάω κουρτίνες και να φυτεύω αγγιναροκούκια να τα κάνουμε σαλάτα" και τον έψησε τον δόλιο.
Είδανε λοιπόν κι απόειδαν, την κάνανε ελαφρώς γι άλλες πολιτείες που επιτρέπονταν τα αυθαίρετα και οι κομπόστες μήλο. 
Τελικά ο Αδάμ της έφτιαξε σπίτι, κρέμασε και τις κουρτίνες μόνος του, γιατί η Εύα του γάνωνε το κεφάλι ότι ήταν άχρηστος κι αυτή φύτεψε πετούνιες που' ναι πολύ χρήσιμες γιατί είναι κόκκινες.
 
Στα μόνα τελικά που έπεσε μέσα ο μπάρμπα Μωυσής, είναι ότι ο Αδάμ με "κόπον θα κερδίζη την τροφήν του από την γην" και η Εύα "με πόνους θα γεννά τα τέκνα της".
Σιγά τις σοφίες δηλαδή... Αφού τα έβλεπε κι ο ίδιος γύρω του. Τσομπάνης ήταν κι αυτός κι όλο γκρίνιαζε η γυναίκα του η Σεπφώρα, γιατί παρατούσε τα κατσίκια και σκάλιζε τις πέτρες. Κι η Σεπφώρα απ' την άλλη, γέννησε δυο μαντράχαλους κι είδε τη γλύκα.
Έτσι κι έγινε.
Μέχρι σήμερα, οι Αδάμ της γης δουλεύουνε σα χαμάληδες για να μουρμουράνε οι Εύες εννιά μήνες και να πονάνε μια-δυο ώρες...
 
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...




* :
καύκαλο: κρανίο, κεφάλι (μτφ)

κεκέτζος: τραυλός
σκερβελές: άχρηστος
βέρβελα: κόπρανα κατσικιού
μακαντάσης: φιλαράκι
αμορόζα: ερωμένη
κερχανετζής: σπιούνος
χαρδαβαλιό: φασαρία
σούρδισι: διάρροια
μπεζεβέγκης: άτιμος

7 comments:

  1. Πρώτο εισητήριο για κόλαση σας βλέπω αγαπητέ :P

    ReplyDelete
  2. Πάντως, τον αδικείς τον Μώιζις!
    Στις πέτρες έγραψε μόνο τις 10 εντολές, που μάλλον ήταν 20, αλλά καθώς κατέβαινε το βουνό, γλύστρισε, έπεσε και του έσπασε η μία πλάκα.
    Τη Γέννηση την έγραψε σε πάπυρο... μάλλον Αιγυφτιακό.

    ReplyDelete
  3. Αλλος για την κόλαση!
    Γραία μεν ανατρεπτική και τρελάρα δε!
    Οσα διάβασα με έκαναν να "γκαρίζω" σαν τη φάτσα σου από τα γέλια!

    Καλές αντάμωσες!

    ReplyDelete
  4. μην ανησυχείς έχουν εκεί κάτω κάτι καζάνια ευρύχωρα άλλο πράγμα.Όλους τους καλούς χωράνε χαχαχαχα

    ReplyDelete
  5. Fovero! eklapsa ap ta gelia ki as pao stin kolasi!

    ReplyDelete
  6. ΕΥΑ εδω..... κοσμοκρατορικά αναφέρομαι και γονιδιακά το αποδεικνύω αν χρειαστεί...

    και λέει η Κομψή δεσποινίς στο θεό δείχνοντας
    χαμηλά του Αδαμ:

    -Αυτός γιατί έχει "αυτο" κι εγώ όχι?...
    -μα... βρε χαζούλα, απαντά ο θεός, δικό σου είναι... απλά το κουβαλάει εκείνος!!!!!

    ;-))))

    φιλάκι από μία συνωμοσία χιλιετίων, και σκέψου πως ακομη η πλειοψηφία των ανθρωπακων στυλ Αδαμ, ΔΕ γνωριζουν ΤΙΠΟΤΕ!!!!

    ReplyDelete